επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… … Dictionary of Greek
ἐπιπαρῆν — ἐπιπάρειμι 1 sum imperf ind act 1st sg ἐπιπάρειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιπάρειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαριοῦσαι — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act fem nom/voc pl (doric) ἐπιπάρειμι 2 ibo pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαριόντας — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act masc acc pl (doric) ἐπιπάρειμι 2 ibo pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαριόντες — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act masc nom/voc pl (doric) ἐπιπάρειμι 2 ibo pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαριών — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act masc nom sg (doric) ἐπιπάρειμι 2 ibo pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαρόντα — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαρόντων — ἐπιπάρειμι 1 sum pres imperat act 3rd pl (attic) ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαρεῖναι — ἐπιπάρειμι 1 sum pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαριέναι — ἐπιπάρειμι 2 ibo pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαροῦσαν — ἐπιπάρειμι 1 sum pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)